-
1 μέρμηρα
A care, trouble, ἄμπαυμα μερμηράων rest from troubles, Hes.Th.55, cf. Thgn.1325;ἔρρετε μέρμηραι θυμαλγέες IG14.1942
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέρμηρα
-
2 ἀνάπαυμα
A repose, rest,μερμηράων Hes. Th.55
;κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων Thgn.343
;μόχθων Lyr.Oxy.9iii4
;πλάτας E.Hyps.Fr.3iii14
.2 resting-place, APl.4.228 ([place name] Anyte); of a tomb, CIG 4623 ([place name] Syria), cf. Epigr.Gr.453.3.II fallow land, PTeb.115.3 (ii B. C.), PFay.112.4 (i A. D.).2 the state of such land, ἐν ἀναπαύματι orἀναπαύμασι PTeb. 61a385
(ii B. C.), PLond. 3.1223.8 (ii A. D.), BGU1092.16 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάπαυμα
См. также в других словарях:
μέρμηρα — μέρμηρα, ἡ (Α) 1. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια («λησμοσύνην τε κακῶν ἄμπαυμά τε μερμηράων», Ησίοδ.) 2. ο πρωινός ύπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μερμηρίζω] … Dictionary of Greek